- μύρρινος
- μύρσινοςof myrtlemasc/fem nom sg (attic)μύρσινοςof myrtlemasc nom sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μύρρινος — μύρρινος, ίνη, ον (Α) (αττ. τ.) βλ. μύρσινος … Dictionary of Greek
μύρσινος — Παραθαλάσσια πόλη της αρχαίας Ήλιδας, που αναφέρεται από τον Όμηρο. Την εποχή του Στράβωνα, η πόλη ονομαζόταν Μυρούνιον και βρισκόταν στο δρόμο που πήγαινε από τη Δύμη στην ‘Ηλιδα. * * * μύρσινος και αττ. τ. μύρρινος, ίνη, ον (Α) 1. αυτός που… … Dictionary of Greek
Μυρρινούς — Δήμος της αρχαίας Αττικής. Από διάφορες ενδείξεις προκύπτει ότι ο οικισμός καταστράφηκε από σεισμούς. Τοποθετείται τρία χλμ. νοτιανατολικά από το σημερινό Μαρκόπουλο της Αττικής. * * * Μυρρινοῡς, ὁ (Α) [μύρρινος] ονομασία δήμου τής Αττικής … Dictionary of Greek
Μυρρινούττα — Μυρρινοῡττα, ἡ (Α) [μύρρινος] η κάτοικος τού αρχαίου δήμου Μυρρινούντος τής Αττικής … Dictionary of Greek
μυρρινώ — μυρρινῶ, άω (Α) [μύρρινος] επιθυμώ τα κλαδιά μυρσίνης με τα οποία στεφανώνονταν οι άρχοντες, δηλαδή επιθυμώ την εξουσία … Dictionary of Greek
μυρσίνη — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 330 μ., κάτ. 193 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σητείας του νομού Λασιθίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σητείας. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 370 μ., 53 κάτ.) της Τήνου. Υπάγεται διοικητικά στον … Dictionary of Greek
μυρσινίτης — ο (Α, αττ. τ. μυρρινίτης) 1. (για οίνο) αυτός που είναι παρασκευασμένος με μυρσίνη 2. φυτό ποώδες, πολυετές, αλλ. ευφόρβιον ο μυρσινίτης 3. είδος πολύτιμου λίθου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρσινος / μύρρινος + κατάλ. ίτης (πρβλ. μυρρ ίτης)] … Dictionary of Greek
μυρσινώνας — ο (Α μυρσινών και αττ. τ. μυρρινών) τόπος κατάφυτος από μυρσίνες, άλσος από μυρτιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρσινος / μύρρινος + κατάλ. ων (πρβλ. αμπελ ών)] … Dictionary of Greek